αναλογισμός

αναλογισμός
ο обдумывание, взвешивание, учитывание; размышление

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αναλογισμός" в других словарях:

  • ἀναλογισμός — reconsideration masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναλογισμός — ο (Α ἀναλογισμός) [ἀναλογίζομαι] 1. η εκ νέου σκέψη για κάτι, στοχασμός, ανασκόπηση, αναπόληση 2. υπολογισμός, σκέψη, διαλογισμός αρχ. 1. απόφαση που στηρίζεται στον αναλογισμό 2. υπολογισμός κατ αναλογία …   Dictionary of Greek

  • αναλογισμός — ο σκέψη, στοχασμός: Στον αναλογισμό ότι σε λίγο θα αντίκριζε τα αγαπημένα του πρόσωπα, δάκρυσε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀναλογισμοῖς — ἀναλογισμός reconsideration masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλογισμοί — ἀναλογισμός reconsideration masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλογισμοῦ — ἀναλογισμός reconsideration masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλογισμούς — ἀναλογισμός reconsideration masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλογισμῶ — ἀναλογισμός reconsideration masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλογισμῶν — ἀναλογισμός reconsideration masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλογισμῷ — ἀναλογισμός reconsideration masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλογισμόν — ἀναλογισμός reconsideration masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»